νεκροφοβία

νεκροφοβία
η ιατρ. φόβος, συνήθως παθολογικός, για τους νεκρούς, ο οποίος διακρίνεται από τη θανατοφοβία, η οποία είναι παθολογικός φόβος για τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrophobia < necro- (< νεκρός) + -phobia (< -φοβία < φόβος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεκροφοβία — η ο υπερβολικός φόβος του νεκρού ή του θανάτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκροφοβικός — ή, ό [νεκροφοβία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκροφοβία …   Dictionary of Greek

  • -φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”